σφόδρα

σφόδρα
ΝΜΑ
επίρρ. (κυρίως με ρήματα) πέρα από το κανονικό, πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν», Ελύτης
β. «σφόδρα χαίρω», πάπ.)
μσν.-αρχ.
1. α) (με ρήματα) i) με σφοδρότητα, ορμητικά, βίαια («καὶ σφόδρα πείθει», Σοφ.)
ii) με αυστηρότητα («σφόδρα κολάζειν», Θουκ.)
iii) με ακρίβεια («σφόδρα ὁρίσασθαι», Πλάτ.)
β) (με επίθ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό (α. «σφόδρα καλή», Νικ. Χων.
β. «σφόδρα... ὑπέρτεροι», Πίνδ.)
γ) (με ουσ.) παντελώς (α. «εἰσὶ δὲ σφόδρα πολεμισταί», Φώτ.
β. «τινῶν σφόδρα γυναικῶν», Πλάτ.)
δ) (με άλλα επιρρ.) σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό («σφόδρα ἐπιτιμητικώτατα», Κλήμ. Αλ.)
2. (με άρθρο ως ουσ.) τὸ σφόδρα
σφοδρότητα, ορμητικότητα
3. φρ. «σφόδρα σφόδρα» — εντελώς, πλήρως, ολοκληρωτικά
αρχ.
φρ. «σφόδρα γε» ή «καὶ σφόδρα γε»
(κυρίως στον Πλάτ.) χρησιμοποιείται σε απαντήσεις προκειμένου να δηλωθεί ισχυρή επιβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφοδρός + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. μάλ-α) με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφόδρα — very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρά — σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρᾷ — σφοδρός vehement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρ' — σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc/acc dual σφοδρά̱ , σφοδρός vehement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σφοδρά , σφοδρός vehement neut nom/voc/acc pl σφοδρέ , σφοδρός vehement masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφόδρ' — σφόδρα , σφόδρα very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδρᾶι — σφοδρᾷ , σφοδρός vehement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδράν — σφοδρά̱ν , σφοδρός vehement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφοδράς — σφοδρά̱ς , σφοδρός vehement fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”